top of page

Η κυπριακή διάλεκτος

 

Είναι γνωστό ότι στον 20ό αι. για την Κύπρο ορόσημο αποτελούν το 1960 με την ανεξαρτησία και το 1974 με την εισβολή. Ειδικότερα από το 1960 και μετά, δηλ. μετά την ανεξαρτησία, αλλάζουν οι πολιτικές, οικονομικές, εκπαιδευτικές συνθήκες στην Κύπρο και οι εξωγλωσσικές αυτές αλλαγές επηρεάζουν και τη γλώσσα. Πιο συγκεκριμένα η συχνότερη επαφή του αγροτικού πληθυσμού με τα αστικά κέντρα, η επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η συγκρότηση της τοπικής διοικήσης και του δημόσιου τομέα, που αποτέλεσαν πόλο έλξης για τους νέους, και η ανάπτυξη της οικονομίας, δημιουργούν συνθήκες που ευνοoύν την επαφή, σε ένα νέο αστικό χώρο, ανάμεσα στις τοπικές ποικιλίες και την πρότυπη ελληνική, τροποποιούν τις διαλεκτικές πρακτικές και οδηγούν σε σταδιακή συρρίκνωση των τοπικών μορφών της κυπριακής. Έτσι ο σύγχρονος τρόπος ζωής δημιουργεί αστικά, μικτά ιδιώματα (Καρυολαίμου 2008: 460).

 

Η κοινή αστική κυπριακή που διαμορφώνεται στο διάστημα των τελευταίων 50-60 χρόνων διαφέρει από λ.χ. μια κοινή κυπριακή που ενδεχομένως είχε διαμορφωθεί κατά το Μεσαίωνα από την εποχή των Lusignan (Τερκουράφη 2005), επειδή αποκτά σταδιακά μη τοπικό χαρακτήρα. Παράλληλα συνυπάρχει ο κύπριος ομιλητής, ηλικιωμένος, που κατοικεί μόνιμα σε αγροτική περιοχή, ο οποίος μιλά το τοπικό ιδίωμα, που διαφέρει από την αστική κοινή. Στο ιδιόλεκτό του διαθέτει ιδιωματικούς τύπους που δεν χρησιμοποιούνται στο επίπεδο της καθημερινής επικοινωνίας, αλλά εμφανίζονται ως έτοιμα σύνολα σε συγκεκριμένα κειμενικά είδη όπως αινίγματα, παροιμίες, παραμύθια κτλ. Παράλληλα παρατηρούνται υπερδιαλεκτισμοί, δηλ. ανύπαρκτοι διαλεκτικοί τύποι. Ωστόσο, τόσο τα έτοιμα σύνολα όσο και οι υπερδιαλεκτισμοί καταγράφονται ως διαλεκτικοί (Καρυολαίμου 2008: 463).

 

Επίσης από τα μέσα του 20ού αι. και ιδίως μετά το 1974, λόγω των σημαντικών κοινωνικο-δημογραφικών αλλαγών μετά την τουρκική εισβολή (αναγκαστική μαζική μετακίνηση περίπου 200.000 Κυπρίων προς τις νότιες, τις ελεύθερες περιοχές), αναδύεται μια μορφή κοινής αστικής κυπριακής, στην οποία οι τοπικές διαλεκτικές ιδιομορφίες αποχρωματίζονται και παραχωρούν γενικά τη θέση τους σε χαρακτηριστικά κοινά σε πολλές γεωγραφικές ποικιλίες, χωρίς να απουσιάζουν και περιπτώσεις ανατροφοδότησης της κοινής αστικής κυπριακής από τοπικά στοιχεία (Τσιπλάκου 2005).

 

Οι κύπριοι ομιλητές των αστικών κέντρων συνδυάζουν στοιχεία από την κυπριακή διάλεκτο και από την κοινή νέα ελληνική, δημιουργώντας μια σειρά από ενδιάμεσες γλωσσικές χρήσεις. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα υπάρχει γλωσσικό συνεχές και δεν υπάρχει δυφυΐα, δηλ. γλωσσική διμορφία (diglossia), η διχοτομία «διάλεκτος vs κοινή» στην Κύπρο, επειδή δεν τεκμηριώνεται η λειτουργική εξειδίκευση των ποικιλιών σε διαφορετικούς τομείς επικοινωνίας. Η ομιλία της πλειονότητας των διαλεκτόφωνων ομιλητών δεν ανήκει ούτε αμιγώς στη διάλεκτο ούτε αμιγώς στην κοινή νεοελληνική, όπου το ποσοστό των διαλεκτικών στοιχείων ή των στοιχείων της κοινής νεοελληνικής μεγαλώνει ή μικραίνει ανάλογα με την τυπικότητα της περίστασης επικοινωνίας σ’ αυτή τη μικτή ποικιλία (Καρυολαίμου 2008: 468). Όπως είναι αναμενόμενο, οι ομιλητές έχουν περισσότερη ελευθερία επιλογών για να συνδυάσουν στοιχεία της διαλέκτου και της κοινής νεοελληνικής σε ημιεπίσημες ή οικείες περιστάσεις επικοινωνίας από ό,τι σε επίσημες περιστάσεις (Καρυολαίμου 2008: 472). Ωστόσο, ακόμη και στις τυπικότερες περιστάσεις επικοινωνίας η ποικιλία που χρησιμοποιούν οι κύπριοι ομιλητές διαφέρει από την κοινή νέα ελληνική, επειδή παρουσιάζει φωνολογικές, μορφολογικές, συντακτικές, λεξιλογικές ιδιοτυπίες που οφείλονται στην επίδραση της κυπριακής διαλέκτου (Καρυολαίμου 2008: 470). Παρατηρείται χρήση μικτών ποικιλιών από όλους τους ομιλητές σε όλες τις περιστάσεις επικοινωνίας, χωρίς όμως να τεκμηριώνεται ανάδυση μιας διακριτής ποικιλίας κυπριακής (Καρυολαίμου 2008: 472).

 

Ωστόσο σε αντίθεση με το γλωσσικό συνεχές που παρατηρείται στα αστικά κέντρα της Κύπρου, ως προς τις γλωσσικές στάσεις οι ομιλητές αντιλαμβάνονται την κυπριακή και την κοινή ως δύο ξεχωριστά δομικά συστήματα και αποδίδουν στο καθένα από αυτά διαφορετικές αξίες: δέχονται ως πρωταρχική την κοινή νεοελληνική στο επίπεδο του πνεύματος και τη διάλεκτο στο επίπεδο του συναισθήματος (Καρυολαίμου 2008: 473). Υπάρχει δηλαδή αναντιστοιχία ανάμεσα σε αντίληψη και χρήση, όπου οι αντιλήψεις επιβιώνουν, ενώ η γλωσσική χρήση έχει αλλάξει. Συνεπώς υπάρχει διφυΐα στο επίπεδο της πρόσληψης των ποικιλιών από τους ομιλητές (αντιληπτική διφυΐα) και συνεχές στο επίπεδο των διαλεκτικών χρήσεων (διαλεκτικό συνεχές) (Καρυολαίμου 2008: 475).

 

Ήδη ο Newton (1983: 55) είχε υποστηρίξει ότι πέρα από την τοπική διάλεκτο και τη νεοελληνική δημοτική υπάρχει και μια τρίτη ποικιλία, η γενική κυπριακή ελληνική των αστικών κέντρων, που από εκεί εξαπλώθηκε σε όλη την Κύπρο. Μεταγενέστερες έρευνες προτείνουν τον όρο «κοινή αστική κυπριακή» (Παναγιώτου 1999: 285 και Καρυολαίμου 2000: 212). Βεβαίως ο όρος αστική χρησιμοποιείται καταχρηστικά, αφού η ποικιλία αυτή εξαπλώνεται και εκτός των αστικών κέντρων και συνεπώς δεν χαρακτηρίζεται ως τοπικός κώδικας. Αυτή η κοινή αστική κυπριακή τοποθετείται στο μέσο του συνεχούς και αναγνωρίζεται από τους ομιλητές ως κυπριακή, παρά το γεγονός ότι έχει απολέσει πολλά από τα χαρακτηριστικά των τοπικών ιδιωμάτων, και ταυτόχρονα γίνεται αντιληπτή αφενός ως νέα ελληνική, παρά το ότι διατηρεί κάποια βασικά διαλεκτικά χαρακτηριστικά, και αφετέρου ως κοινή, επειδή διατηρεί διατοπικά διαλεκτικά στοιχεία. Δηλ. παρατηρείται η δράση του μηχανισμού της εξομάλυνσης, ο οποίος συμβάλλει στην ανάδυση κοινής ποικιλίας. Η εξομάλυνση αφορά τη μείωση των διαφορών ανάμεσα σε επαρχιακές ποικιλίες, σε εξαφάνιση στοιχείων που διακρίνουν διαφορετικές ποικιλίες μεταξύ τους καθώς και σε ανάδυση νέων στοιχείων που υιοθετούνται από τους ομιλητές μιας ευρείας σε έκταση γεωγραφικής περιοχής (Trudgill από Καρυολαίμου 2000: 482, Τσιπλάκου 2005: 594). Η εξομάλυνση αφορά όλα τα επίπεδα της γλωσσικής ανάλυσης καθώς και τη διεπαφή τους, και ιδίως το λεξιλόγιο π.χ. από τη μορφοφωνολογία, που συνδέεται με τη διαδικασία κλίσης κατ’ αριθμό των ουδέτερων ουσιαστικών σε -ι/-ί, π.χ. παιδίν – παιθκιά. Και ενώ οι ιδιωματικοί τύποι παρουσιάζουν ηχηροποιημένες προφορές π.χ. μολύβκια, χωράβκια, πόδκια, στην αστική κυπριακή έχουν επικρατήσει οι άηχες προφορές, π.χ. μολύφκια, χωράφκια, πόθκια. Συνεπώς, ο ομιλητής που θα χρησιμοποιήσει τους ηχηροποιημένους τύπους θα γίνει αντιληπτός ως μη αστός, σε αντίθεση με τον ομιλητή που θα χρησιμοποιήσει τους άηχους τύπους, του οποίου η γεωγραφική και κοινωνική προέλευση παραμένει απροσδιόριστη.

 

Συμπερασματικά

 

Ποια κυπριακή διάλεκτο περιγράφει το Μορφολογικό Λεξικό της Κυπριακής; Από όσα προηγήθηκαν προκύπτει ότι από το β΄ μισό του 20ού αι. αναδύεται σταδιακά η κοινή αστική κυπριακή, μια κοινή διατοπική ποικιλία που εξαπλώνεται και εκτός αστικών περιοχών, ενώ παράλληλα ο κύπριος ομιλητής διαθέτει ένα διευρυμένο γλωσσικό ρεπερτόριο όπου στην κοινή αστική κυπριακή σταδιακά ενσωματώνονται στοιχεία της κοινής νεοελληνικής ως μέρος του ενεργού γλωσσικού του αποθέματος. Η γλωσσική αυτή ποικιλία, που χρησιμοποιείται σε (ημι)επίσημες περιστάσεις προφορικής και γραπτής επικοινωνίας, διαφοροποιείται σε αρκετά σημεία από την κοινή νεοελληνική (καλαμαρίστικα) (Καρυολαίμου 2000: 208).

Ωστόσο στην Κύπρο ιδίως μακριά από τα αστικά κέντρα και μεταξύ των ηλικιωμένων ομιλητών μιλιούνται πολλές τοπικές ποικιλίες (χωρκάτικα). Πβ. τις 18 διαλεκτικές περιοχές που εντοπίζει ο Κοντοσόπουλος (1969) και τις φωνητικές ποικιλίες που καταγράφει ο Βαγιακάκος (από Καρυολαίμου 2000: 484): πόδιν/πόδκια (Καρπασία, Μεσαορία, Πάφος), πόδιν/πόκια (περιοχή Λάρνακας-Κοκκινοχωρίων), πόδιν/πόδτζa (Τυλληρία), πόδιν/πόθκια (Ορεινή Καπασία), πόδιν/πόγια (νοτιοδυτική Πάφος).

 

Όπως είναι φυσικό, η εργασία μας δεν μπορούσε να λάβει υπόψη της όλες αυτές τις ποικιλίες, τόσο τις τοπικές όσο και την κοινή αστική, οι οποίες προϋποθέτουν τη λεπτομερή καταγραφή τους, η οποία ωστόσο δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί. Η έρευνά μας στηρίχτηκε στο γλωσσικό υλικό που συνέλεξε με επιτόπια έρευνα από προφορικές και ιδίως γραπτές πηγές ο καθ. Χ.Π. Συμεωνίδης, όπως παρατίθεται στο Αντίστροφο λεξικό της κυπριακής διαλέκτου (2014). Όπως σημειώνει ο ίδιος (2014: vii) «δεν ήταν δυνατό να γίνει διάκριση σε πλήρη βαθμό ανάμεσα στο σύγχρονο κοινό λεξιλόγιο της διαλέκτου και αυτό των μεσαιωνικών της κειμένων, εφόσον δεν έχει γίνει ακόμη καμία έρευνα που να προσδιορίζει τις μεσαιωνικές λέξεις που επιβιώνουν σήμερα». Από το πλούσιο λεξιλόγιο που παρατίθεται στο Αντίστροφο λεξικό της κυπριακής διαλέκτου, περίπου 50.000 λήμματα, κλιτές και άκλιτες λέξεις, επιλέξαμε με τη βοήθεια φυσικού ομιλητή από τις κλιτές λέξεις περίπου 7.000 λήμματα (5.000 ουσιαστικά και 2.000 επίθετα) με βασικό κριτήριο τη συχνότητα εμφάνισης στη σύγχρονη κυπριακή και παράλληλα τη μη ταύτιση με τύπο της κοινής νέας ελληνικής. Το σκεπτικό για την απόφαση αυτή στηρίζεται στο ότι αφενός για την κοινή νέα ελληνική έχει εκπονηθεί το μορφολογικό λεξικό, η σύνταξη του οποίου άρχισε το 1990 και σήμερα αριθμεί πολλές χιλιάδες λημμάτων (περίπου 300.000 λήμματα εκ των οποίων 180.000 μονολεκτικά ουσιαστικά, 40.500 μονολεκτικά επίθετα και 16.000 ρήματα). Πληροφορίες για την ελληνική έκδοση του αναλυτή κειμένων Unitex διατίθενται δωρεάν στο διαδίκτυο http://www-igm.univ-mlv.fr/~unitex/. Αφετέρου ο περιορισμένος χρόνος της έρευνας καθώς και η περιορισμένη χρηματοδότηση δεν επέτρεψαν την περιγραφή και αυτόματη γένεση των κλιτικών τύπων μεγαλύτερου αριθμού λημμάτων. Ευελπιστούμε ότι η συνέχιση της χρηματοδότησης θα επιτρέψει σε σύντομο χρονικό διάστημα τον εμπλουτισμό του μορφολογικού λεξικού της κυπριακής.

  

 

Βιβλιογραφία

 

Αρβανίτη Αμαλία, 2002. «Διμορφία, διγλωσσία και η εμφάνιση της νεοελληνικής κυπριακής κοινής» Christos Clairis (επιμ.), Recherches en linguistique grecque : Actes du 5e colloque international de linguistique grecque, Παρίσι, L’ Harmattan, τ. 1: 75-78.      

Καρυολαίμου Μαριλένα, 2000. «Kυπριακή πραγματικότητα και κοινωνιογλωσσική περιγραφή», Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 20, Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης, σελ. 203-214.

Καρυολαίμου Μαριλένα, 2008. «Τι απέγινε η κυπριακή διάλεκτος; Δημογραφία και γλωσσική επαφή στην Κύπρο του 21ου αιώνα», Επετηρίδα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών ΧΧΧΙV, Λευκωσία, σελ. 451-492.

Κοντοσόπουλος Νικόλαος, 1969. «Συμβολή εις την μελέτην της Κυπριακής διαλέκτου», Επετηρίς του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών ΙΙΙ, Λευκωσία σελ. 87-109.

Newton Brian, Cypriot Greek: Its Phonology and Inflexions, Χάγη 1972, Mouton.

Παναγιώτου Άννα, 1999. «Η Νεοελληνική στη σύγχρονη Κύπρο», Πρακτικά συνεδρίου για την ελληνική γλώσσα 1976-1996. Είκοσι χρόνια από την καθιέρωση της Νεοελληνικής (Δημοτικής) ως επίσημης γλώσσας, Αθήνα, ΕΚΠΑ: 283-289.

Συμεωνίδης Χαράλαμπος, 2006. Ιστορία της κυπριακής διαλέκτου, Λευκωσία, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου.

Συμεωνίδης Χαράλαμπος, 2014. Αντίστροφο λεξικό της κυπριακής διαλέκτου, Λευκωσία, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου.

Τερκουράφη Μαρίνα, 2005. «The Cypriot koine: a recent development?», Proceedings of the 6th International Conference of Greek Linguistics, Ρέθυμνο: 649-657.

Τσιπλάκου Σταυρούλα, 2005. «Στάσεις απέναντι στη γλώσσα και γλωσσική αλλαγή: μια αμφίδρομη σχέση;» Πρακτικά του 6ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας, Ρέθυμνο: 592-600.

bottom of page